Η εκ περιτροπής εργασία – του Κωνσταντίνου Κακαγιάννη*
Η διαμόρφωση νέων συνθηκών στην Ελλάδα, εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας των τελευταίων ετών, έχει επιφέρει πολλαπλές τροποποιήσεις στις εργασιακές σχέσεις,
οι οποίες εμφανίζουν τάσεις ευελιξίας και απομάκρυνσης από τις παραδοσιακές σχέσεις του Εργατικού δικαίου.
Η εκ περιτροπής εργασία, ως μορφή εργασίας της υπό μερική απασχόληση εργασίας, αποτελεί ένα από τα ηπιότερα εναλλακτικά μέτρα προς αποφυγή απολύσεως του εργαζομένου, ενώ ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε μονομερή επιβολή της, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες τον μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών, κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 38§3 του ν.1892/1990, (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν.2639/1998 και το άρθρο 2 του ν.3846/2010), κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκεια της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Η εκ περιτροπής εργασία καθιερώνεται με δυο τρόπους, με γραπτή συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου ή μονομερώς, με απόφαση του εργοδότη, επιβάλλεται δε ως ηπιότερη εναλλακτική λύση, προκειμένου να αποτραπούν απολύσεις.
Θέμα προκύπτει σε ενδεχόμενο περιορισμού των δραστηριοτήτων του εργοδότη και ποία δυνατότητα παρέχεται σ’ αυτόν από το νόμο.
Ο εργοδότης μπορεί να επιβάλλει μονομερώς το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας αντί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος. Δηλαδή, πρέπει πρώτον, να υφίσταται η ουσιαστική προϋπόθεση του περιορισμού των δραστηριοτήτων της επιχείρησης του εργοδότη και η προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, κατά τις διατάξεις του Π.δ. 240/2006 και του ν.1767/1988, ως δεύτερη, τυπική όμως προϋπόθεση. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. «Διαβούλευση» σημαίνει ανταλλαγή απόψεων και διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και του εργοδότη, ενώ, αυτή πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης. Επιπλέον, η διάρκειά της εκ περιτροπής, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, συνεχόμενα ή διακεκομμένα, ενώ οι συμφωνίες ή αποφάσεις για την επιβολή της γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή την λήψη της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.
Για παράδειγμα, στη βοηθό λογιστή σε τεχνική εταιρία δημοσίων έργων, επιβλήθηκε εκ περιτροπής εργασία, όπως και στους άλλους δύο εργαζομένους της επιχείρησης, τον οδηγό και τον χειριστή, με απασχόληση μιας μέρας την εβδομάδα για την βοηθό λογιστή, τριών ημερών στο χειριστή και τον οδηγό, με πλήρες ωράριο. Η εργοδότρια εταιρία μετέφερε την έδρα της εξαιτίας του περιορισμού των δραστηριοτήτων της σε δυο περιοχές δραστηριοποίησής της. Η εργαζόμενη δεν εκτελούσε καμία λογιστική εργασία, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε κατάσταση απραξίας, γεγονός που την υποβιβάζει και τη μειώνει ηθικά, επειδή μεταβαίνει σε ένα άδειο χώρο και δεν τις έχουν ανατεθεί καθήκοντα. Βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγό της, με δύο ανήλικα τέκνα και μισθό που δεν επαρκούσε για τη διατροφή τους, αλλά ούτε και τη δική της. (263/2012 Μον. Πρωτ. Θηβών). Εδώ, το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας που επιβλήθηκε από την εργοδότρια εταιρία βλάπτει τον εργαζόμενο.
Συμπερασματικά, ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη δεν προσδιορίζεται από το νομοθέτη εγγύτερα. Έτσι, το κατ’ εξαίρεση αυτό δικαίωμα, δεν πρέπει ν’ απειλεί ευθέως τις θέσεις εργασίας των εργαζομένων, ενώ παράλληλα, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να προχωρήσει σε σοβαρή συζήτηση με το προσωπικό του, για τους λόγους που υπαγορεύουν αυτή την επιχειρηματική απόφαση, να δώσει τα οικονομικά στοιχεία, ισολογισμούς της επιχείρησης και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο εναλλακτικών λύσεων. Επιπλέον, οφείλει να παρέχει ένα χρονικό διάστημα διαβούλευσης, υποχρέωση που αν αθετείται, έχει ως αποτέλεσμα να κριθεί παράνομη η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας. Τέλος, η επιβολή μονομερούς εκ περιτροπής εργασίας, ελέγχεται και κρίνεται από το Δικαστήριο, δηλαδή για ποιους λόγους υιοθετείται η μορφή αυτή εργασίας. Επιβλήθηκε, άραγε, για την αποφυγή της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου ή για την αποφυγή καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης;
* Δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Καστοριάς, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Καστοριάς, και Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ.-
email: kostaskakagiannis@gmail.com
Βιβλιογραφία:
Ληξουριώτης, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 3η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012.
Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο (επιτομή), β’ εκδ., Σάκκουλα Αθήνα-Θεσ/νικη 2011.
Απόφαση 263/2012 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θηβών.-