«Η Αλεπού της Σκάλας και άλλες Ιστορίες» το αριστούργημα του Ηλία Παπαμόσχου που πρέπει να διαβάσουμε
Με αφορμή την βράβευση του βιβλίου του Ηλία Παπαμόσχου ¨Η Αλεπού της Σκάλας και άλλες Ιστορίες», με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος – Νουβέλας παρουσιάζουμε κριτικές και δημοσιεύματα για το σπουδαίο έργο ενός μεγάλου πρεσβευτή του πνεύματος από την Καστοριά.
Το βιβλίο έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα 10 καλύτερα βιβλία της χρονιάς για τη χώρα…
Οπωσδήποτε διόλου τυχαία!
Γνωρίστε τα αριστοτεχνικά γραμμένα διηγημάτα:
Προδημοσίευση δύο ιστοριών από τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Παπαμόσχου Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες:
Κλιμάκιο στωικῶν
Μοῦ εἶπε ὁ Μανώλης γιὰ τότε ποὺ πῆγε κυνήγι μὲ τὸν πατέρα του καὶ μὲ τὸν δικό μου. Ξέρω τὸ μέρος, πέρδικα βουνίσια ἔχει ἐκεῖ, πῆγα κι ἐγὼ κάποτε μὲ τὸν πατέρα. Σὰν νὰ τοὺς βλέπω ν’ ἀφήνουνε τὸ ἁμάξι, ὁ πατέρας κατευθύνεται πρὸς τὸ πορτμπαγκάζ, σήμαντρο τῆς ἀνυπομονησίας τῆς σκύλας. Τρέχει πέρα δῶθε τὸ σκυλί, κι ὁ πατέρας, ἄλλοτε γλυκά, ἄλλοτε ἄγρια, νὰ τοῦ φωνάζει, ἅμα ἀπομακρύνεται πολύ, μπερδεύοντας τὸ κυνήγι μὲ τὴ βόλτα. Ὥσπου φέρμαρε. Καὶ σήκωσε ἕνα μικρὸ κοπάδι πέρδικες, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τράβηξε πρῶτα κατὰ τὴν κορφὴ τοῦ πετρόβουνου, χύθηκε κάτω ἔπειτα καὶ κλάρωσε στὸ δάσος − φούντωνε σὰν ἐφήβαιο αὐτὸ μὲς στὴ χαράδρα. Ὅταν ἔμπαιναν στὸ δάσος, κρότοι ξεροί, σὰν ξύλα κάποιος νὰ ἔσκιζε στὸν οὐρανό, ἀντηχοῦσαν, ἔπιανε δουλειὰ μὲς στὰ κλαριὰ τὸ σαράκι τοῦ ἥλιου. Τὸ σκυλί, τρελαμένο ἀπ’ τὶς μυρωδιές, ὅλο ξέκοβε, κι ὁ πατέρας τὸ ἀπειλοῦσε, φοβούμενος τῶν ἀγριμιῶν τὰ δόντια. Πρώτη φορὰ κι αὐτοὶ κι αὐτὸ ἐκεῖ μέσα. Γύριζαν ὥρα, οἱ πέρδικες ἄφαντες, χάθηκαν κι αὐτοί.
Πηγαίνοντας στὰ τυφλὰ βγῆκαν σὲ ξέφωτο. Ἐκεῖ εἶδαν ἀνθρώπους καθισμένους ἀνακούρκουδα νὰ τρῶνε κι ἀναθάρρησαν. Ὅταν τοὺς πλησίασαν καὶ εἶδαν τί φοροῦσαν (κάτι φόρμες στὸ πράσινο τοῦ πεύκου), κατάλαβαν πὼς ἦταν κλιμάκιο τῆς ΔΕΗ. Εἶχαν ὅλοι ἀγριόφατσες καὶ γένια ἀρειμάνια. Καταβρόχθιζαν κοτόπουλα. «Ἔ, πατριῶτες, πῶς πάει;» μίλησε πρῶτος ὁ πατέρας τοῦ Μανώλη. Κι ἀπευθυνόμενος σ’ ἕναν ἀναμαλλιάρη, ποὺ ξεψάχνιζε −ρουφώντας ἠχηρά− ἕνα κόκαλο, καὶ τοὺς κοίταζε λὲς καὶ τοὺς λιμπιζόταν κι αὐτούς, ρώτησε: «Μήπως ξέρετε κατὰ ποῦ πέφτει ἡ Σλίμνιτσα;». Τσιμουδιά. Ἕνα στόμα, πολλὰ στόματα, σὰν φαράσια φαρδιά, συνέχιζαν νὰ κατασπαράζουν. Ἄρχισαν νὰ ξεμακραίνουν, ρίχνοντας ματιὲς ἀνήσυχες πίσω τους. Πέρασε ὥρα μέχρι νὰ προσανατολιστοῦν καὶ τότε ξέσπασε ὁ πατέρας τοῦ Μανώλη: «Πές, βρὲ κερατά, δὲν ξέρω!…». Κι ὁ πατέρας μου, ἔμπλεος κατάπληξης ἀκόμη, ἀπροσδόκητα καὶ ἐντελῶς σοβαρά, ὅπως κάθε γνήσιος εὐφυολόγος, σχολίασε: «Τὰ κόκαλα τά ’χαν κάνει σὰν ἀπ’ τὸ κοιμητήριο!».
Ἡ γαλανὴ σαγήνη
Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς βάρκες τῶν ντόπιων ποὺ θυμίζουν φέρετρα κινοῦνταν ὁλοταχῶς. Πήγαινε παράλληλα μὲ τὴν ἀκτὴ γιὰ καμιὰ ἑκατοστὴ μέτρα κι ἔπειτα, κάνοντας στροφὴ ἑκατὸν ὀγδόντα μοιρῶν, τραβοῦσε ἀντίθετα. Θέαμα παράξενο παρουσίαζε ἡ πλώρη της. Ἕνας ἄντρας μ’ ἕνα ξύλο μακρὺ καὶ παχὺ ἔδερνε τὰ νερά, ἕνας σύγχρονος Ξέρξης. Ἐξόχως ἁρμονικὲς ἦταν οἱ κινήσεις του. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν ἀκτὴ κι ἀχνὰ ἀκουγόταν ὁ βόμβος τῆς μηχανῆς καὶ τοῦ νεροῦ τὸ δάρσιμο, τὸ θέαμα ἔγινε ἄκρως ὑποβλητικό, ἔπειτα κάθε ἦχος ἔσβησε, σὰν σκηνὴ ὀνείρου. Παρὰ τὴν ἀπόσταση, μποροῦσες νὰ δεῖς στὸ βλέμμα τοῦ πηδαλιούχου, ἀλλὰ ἰδίως σ’ ἐκείνου ποὺ χτυποῦσε τὰ νερά, τὸ πάθος καὶ τὴ σκληρότητα, τοῦ θηρευτῆ τὴ μανία. Ἡ βίαιη αὐτὴ τελετουργία ἐκτελοῦνταν κι ἀπὸ τοὺς δυὸ μὲ ἠρεμία τρομακτικὴ κι ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ «ξυπνήσουν», ὅπως λένε, τὰ ψάρια. Νὰ τὰ ταράξουν ἤθελαν, νὰ κινηθοῦν γιὰ νὰ πιαστοῦν στὰ δίχτυα ποὺ πόντισαν ἀπὸ νωρίς. Ὁ πηδαλιοῦχος ἄρχισε νὰ τὰ ἀνεβάζει, ἐνῶ ὁ δάρτης τῶν νερῶν, λάμνοντας ἐλαφρά, κρατοῦσε σταθερὴ τὴ βάρκα ὅσο νὰ ξεσκαλώσει τὰ ψάρια ὁ ἄλλος. Μικρὲς ἐκρήξεις φωτός, σπαρτάρισμα χρωμάτων στὸν βασανιστικὸ ρυθμὸ τῆς ἀσφυξίας, μὲ ἀργὲς κινήσεις πρῶτα, κι ἔπειτα πιὸ ζωηρά, ἀπὸ τῆς λίμνης τὸν βοῦρκο σηκώνονται, σὰν ζαλισμένα στὴν ἀρχὴ κι ἔπειτα μὲ πανικό, προσπαθώντας νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν πηγὴ ποὺ μετατοπιζόταν καὶ ἀνανέωνε ἀδιάλειπτα τὴν ταραχή τους, ἀνηφορίζουν πρὸς τὰ δίχτυα καὶ πιάνονται, πλάι στὰ ἄλλα, τὰ αἰχμαλωτισμένα στὸ ἀνύποπτο διάβα τους. Καὶ μπρὸς ἀπ’ αὐτό, θέαμα εὐθέως ἀνάλογο ἐκτυλισσόταν, ὅπως στοὺς πίνακες τοῦ Μπρέχελ, ὅπου τὸ δευτερεῦον γίνεται πρωτεῦον: στὸν δρόμο οἱ ἄνθρωποι ξεκινοῦσαν τὴ μέρα τους, μὲ κινήσεις ἀργὲς ἀπελευθερώνονταν ἀπὸ τοῦ ὕπνου τὸ βρόχι, ἀνίδεοι γι’ αὐτὸ ποὺ γινόταν πίσω τους ἢ κοιτώντας το ἀδιάφορα, ἄλλοι συζητώντας κι ἄλλοι, μοναχικοὶ αὐτοί, σὰν ζαλισμένοι∙ φαίνονταν τόσο ἀθῶοι ὅλοι τους, τόσο ἀνυποψίαστοι∙ ἦταν νὰ τοὺς λυπᾶσαι. Τί μὲ πόθους, τί μ’ ἀνάγκες, τί μ’ ἐπιθυμίες ταράζοντας τὸν ὕπνο τους τοὺς ξύπνησε ἄραγε, τί μὲ πάθος ψυχρὸ ἀχάραγα τὰ δίχτυα του ἅπλωσε καὶ τώρα μὲ φῶς καὶ μὲ γαλάζιο τὰ ἔκρυβε;
Έγραψαν…
«Η λίμνη της Καστοριάς, το ψάρεμα, το κυνήγι, τα οικόσιτα και άγρια ζώα, τα συναισθήματα, οι απάτες και οι αγάπες, τα συγγενικά πρόσωπα και άλλα πολλά ερεθίσματα γίνονται με την πένα του Παπαμόσχου συγγραφικές δαντέλες, μιάμισης σελίδας σε έκταση, σχεδόν τραύμα βελόνας. Πράγματι, χωρίς τα πεζά του ταλαντούχου συγγραφέα Ηλία Λ. Παπαμόσχου να ολοκληρώνουν μια συγκεκριμένη ιστορία, χωρίς να αποφεύγουν την ποιητικότητα, που παρούσα γίνεται η αιτία φαντασιακής προσαρμογής, παρά το αληθοφανές της υπόθεσης, χωρίς να επεκτείνεται σε πολυσέλιδες ανούσιες και βαρετές πολλές φορές υποσημειώσεις, χωρίς τέλος να ενδίδει σε αναλυτικές και αφηγηματολογικές προσεγγίσεις, η ουσία είναι πως λειτουργούν όχι απλώς ως τεκμηριωμένα έργα τέχνης, αλλά επιπλέον ως βέλη, που στόχο έχουν το θυμικό του αναγνώστη, την πολυεπίπεδη στρωμάτωση του δέκτη, τη βαθύτερη απόλαυση κειμένων άκρως υποκειμενικών, την απίστευτα μεγάλη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε πομπό και λήπτη.
Όλα τα βιβλία του Παπαμόσχου –τα οποία έχω παρακολουθήσει εξαρχής– έχουν την ίδια μορφική εικόνα. Άρα δεν πρόκειται για μια συγγραφική και παραμυθιακή παραξενιά, η οποία και χτύπησε κατακούτελα τον πεζογράφο, με χαρακτηριστικά ποιητή, αλλά μια φιλοσοφημένη και αναμενόμενη επιλογή, να μιλά σύντομα και περιεκτικά, παντρεύοντας τις δύο τέχνες με τον καλύτερο τρόπο. Αυτή η επιλογή όχι μόνο πετυχαίνει να δώσει ιστορίες που δεν μπορείς να τις κατατάξεις εδώ ή εκεί, αλλά επιπλέον απαιτεί μια μέθοδο αφήγησης, μια καινούργια συνειδησιακή προτροπή. Ο Παπαμόσχος θα μείνει στην πεζογραφική παρακαταθήκη ως ένας δημιουργός που κατάφερε να μας κάνει να διαβάζουμε πεζά με ποιητική προδιάθεση, και ποίηση με πεζογραφικούς όρους. Κάτι εντελώς πρωτόγνωρο, κάτι εντελώς περιποιημένο, που για να κριθεί και να αξιολογηθεί οφείλει κανείς να είναι γνώστης, να είναι μέτοχος της σύζευξης που επέρχεται, της πεζοποίησης εν γένει από άλλες προτάσεις, που σε τίποτα δεν πλησιάζουν την εκπληκτική ισορροπία με την οποία διαχειρίζεται τις δύο τέχνες ο εν λόγω δημιουργός. Κάτι επίσης που παρατηρείται στο τέλος του κάθε κειμένου, όπου έπειτα από μία συνετή αφηγηματική γλωσσική εκφορά έρχεται μια μη αναμενόμενη ποιητική ανατροπή, με την οποία και πρέπει να προσαρμοστεί κανείς άμεσα, προκειμένου να μη χάσει τη μέγιστη σημασία της, την τεράστια αξία της.
Ο Παπαμόσχος θα μείνει στην πεζογραφική παρακαταθήκη ως ένας δημιουργός που κατάφερε να μας κάνει να διαβάζουμε πεζά με ποιητική προδιάθεση, και ποίηση με πεζογραφικούς όρους.
Είπαμε ήδη αρκετά για το πώς ο συγκεκριμένος δημιουργός εργάζεται και για τη σχέση του με τον πεζό και ποιητικό λόγο, για το πόσο περισσότερη ποίηση βάζει στον πεζό και το αντίστροφο, υπάρχει όμως ένα άλλο σημείο που κατά τη γνώμη μου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: ο Παπαμόσχος σε καμία των περιπτώσεων δεν επιθυμεί να μπερδέψει κανέναν, δεν επιδιώκει να κάνει ερεβώδη και σκοτεινά πεζογραφήματα, δεν θέλει να διαβάζουμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τίποτα σε κάποια πεζά ποιήματα που δεν δρομολογούν εξελίξεις. Το αντίθετο, κινείται μέσα σε πλαίσια με στρωτή αφήγηση, με αρχή μέση και τέλος, με προσωπική αναφορά, με διαμορφωμένη επίκληση απέναντι σε νοηματικούς προσανατολισμούς. Το γεγονός αυτό όπως και αν το δει κανείς, απ’ όποια δηλαδή οπτική γωνία, μας επαναφέρει σε άγνωστες πτυχές της πεζογραφίας της τελευταίας δεκαετίας, όπου πολλοί νέοι πεζογράφοι αρχίζουν την καριέρα τους υποκύπτοντας σε κάποιους μινιμαλισμούς, με έντονη φαντασία και απουσία ρεαλισμού, πράγμα που ο Παπαμόσχος καλλιεργεί με εκπληκτική δεινότητα. Προχωρώντας δε και φτάνοντας αισίως στο πέμπτο βιβλίο του, καταφέρνει, πάντα ωθούμενος από την προσωπική του λογοτεχνική μέθοδο, η ποίηση να αποτελεί το καλύτερο μέρος των κειμένων, έχουμε δηλαδή μια μείωση της ποιητικότητας, ενώ αντιθέτως σε ολόκληρο το υπόλοιπο μέρος να υπάρχει μια θεωρητική αναπροσαρμογή, μια ανάσα διαλόγων, ένας εικονοποιητικός οργασμός.
Αν πειστήκατε για την αξία του βιβλίου Η αλεπού της σκάλας με όσα αναπτύξαμε παραπάνω, αναζητήστε το, διαβάστε το και διαδώστε το. Κάνοντας αυτή την κίνηση, αυτόματα –είναι σίγουρο– θα επιζητήσετε τα προηγούμενα έργα, που έχουν την ίδια δυναμική, που έχουν το ίδιο ύψος, ήθος και βάθος. Γιατί έτσι δίνουμε ώθηση σε έναν συγγραφέα αληθινά ταλαντούχο να συνεχίσει να γράφει, να συνεχίσει να εκδίδει, να συνεχίσει να είναι παρών. Και επιπλέον γιατί, σας πληροφορώ, είναι άκρως διακινδυνευμένο, άκρως δυσχερές να μπορεί να ενσωματώνει κάποιος ποίηση στο πεζό κείμενο και αυτό να μη χάνει το παραμικρό απ’ τη χροιά του, οι δύο τέχνες να λειτουργούν αρμονικά και παράλληλα να μπορεί να διακρίνει κανείς την πυκνότητα ενός ατομικού λόγου έξω από αλλότρια στοιχεία που συνυπάρχουν εμφανώς.»
«Τα διηγήματα του Παπαμόσχου είναι στον αντίποδα της υπερεξήγησης που δύο λογιών πεζά κείμενα προσφέρουν αφειδώς: τα «ψυχολογικά» και τα ανοικονόμητα. Τα διαβάζεις και πιάνεις τον εαυτό σου να πρέπει συνεχώς να συμπληρώνει λειψά νοήματα, όπου πάντοτε κατιτίς μένει ανείπωτο, και μισές προτάσεις που σαν να έχουν πάντοτε κάτι άγραφο, μ’ αντιστροφές λέξεων «στην κόψη» και μ’ αδρή ποίηση στη σύνταξή τους και στην επιλογή της καθεμίας λέξης. Η ελλειπτικότητά τους φτάνει ως και να ξεπερνάει αραιά και πού ένα όριο, και νιώθεις σαν να σηκώνεσαι από τραπέζι όπου το φαΐ ήταν έξοχο, χωρίς ακόμη να ’χεις χορτάσει –ωστόσο, αυτή η ελλειπτικότητα δεν είναι κείνη η ονειρική η θραυσμένη, που απαντάται σε πεζά κείμενα σκόρπια μέσα σε συλλογές ποιητών.
Ο Παπαμόσχος είναι ατόφιος διηγηματογράφος (και, κάποτε, αναβρύζει από τα κείμενά του ως κι ένας γνήσιος λαϊκός λυρισμός, όπως στο «Κοτσύφι» ή στα «Χείλη της Παναγίας»), μα όχι παραμυθάς που αρχινά μ’ άρρητο το «Μια φορά…» και κλείνει, μ’ αφημένο άρρητο επίσης, με το «…κι εμείς καλύτερα» (ή «…χειρότερα») –μ’ αρχή, μέση, τέλος. Παίρνει κάτι, ένα γεγονός, ένα πορτρέτο ανθρώπου, μια εικόνα, μια περιγραφή ζώου, ένα τοπίο εξωτερικό και ψυχικό συνάμα («Η σπηλιά»), κάπως το συνταιριάζει με μιαν άλλην εικόνα ή ένα άλλο συμβάν, με μια λογική άλλοτε πιο φανερή και άλλοτε υπόγεια, λοξεύει κάπως την πυξίδα προς τη μεριά του μύθου, και πλάθει αυτά του τα διηγήματα με το ασυνήθιστό τους βάθος το απογυμνωμένο από τους αρμούς και τις αντηρίδες μιας αρχιτεκτονημένης ιστορίας. Και, με τούτο το κρυφό συνταίριασμα δημιουργείται τριβή και πετιόνται –σπίθες– απροσδόκητες εικόνες με πυκνότητα ποιητική «μικροποιήματα», θα τις αποκαλούσα.
Να, δύο πρόχειρα παραδείγματα: Στο ομότιτλο διήγημα, που λέει ο συγγραφέας πώς ο πατέρας σκότωσε την αλεπού («ο τόπος μες στα μάτια της μαύρισε σαν ώριμο σταφύλι») και την ταρίχευσε, «το δάχτυλο που απελευθέρωσε το μολύβι είχε ένα νύχι χαραγμένο πέρα πέρα, έμοιαζε σαν διπλωμένο ψαριού λέπι, έτσι κι η ύπαρξή της, στα δυο χωρίστηκε». Νιώθω, πως διαισθητικά ο Παπαμόσχος αφήνει την εικόνα να τον πάει μέχρις ένα τέλος, άγνωστο ως και στον ίδιο ακόμα, και πως έτσι διαισθητικά καταλαβαίνει πού, συχνά πριν από κει που μια ιστορία συνήθως «ολοκληρώνεται», πρέπει ο ίδιος να σταματήσει λες και, με το να τραβάει απότομα την εικόνα του από μπροστά απ’ τα μάτια του αναγνώστη, αφήνει βαθύτερο το μετείκασμά της. Κι ένα δεύτερο παράδειγμα, στο διήγημα «Η θεία», όπου «πιασμένη είναι τώρα στον ιστό των αινιγμάτων, στο κέντρο του παραμονεύει ο καθρέφτης, συμπυκνωμένη άμμος ερήμου». Τούτη η μικρή φράση, ότι ένας καθρέφτης είναι «συμπυκνωμένη άμμος ερήμου», δίνει μιαν ιδέα για τα μικροτόνια που πιάνει το συγγραφικό αφτί του Παπαμόσχου στη μουσική των διηγημάτων του. Δεν είναι διηγήματα όπως συνήθως εννοείται ένα διήγημα, μα –είκοσι τρία συνολικά– είναι τα γράμματα μιας ολωσδιόλου προσωπικής, μαγικής αλφαβήτας.»
frear.gr
«Η σκιά του θανάτου, το σχήμα της απώλειας, το αίνιγμα του χρόνου κυριαρχούν στα είκοσι τρία μικρά διηγήματα της πέμπτης συλλογής του Ηλία Λ. Παπαμόσχου. Υστερα από αναζητήσεις και πειραματισμούς πολλών χρόνων, ο Βορειοελλαδίτης πεζογράφος μοιάζει να συνέλαβε την κατάλληλη μορφή, τη φόρμα που περικλείει ιδανικά το περιβάλλον, το γεγονός, τον συνειρμό, το αίσθημα και την ιδέα. Διότι αυτό με το οποίο ο σαρανταοκτάχρονος συγγραφέας καταγινόταν δεν ήταν να φτιάξει ένα εξωτερικό τοπίο, κοινωνικές περιπέτειες με τ’ αναπάντεχα γυρίσματα του βίου των ηρώων, αλλά το βάρος της αίσθησης που αφήνουν πίσω τους τα πράγματα, την ανταπόκριση μέσα μας που έχουν οι αναμνήσεις, το ίχνος της παράδοξης εντύπωσης που σχηματίζει ό,τι ονομάζουμε ζωή. Πάλεψε έτσι να αναπλάσει τον αντίκτυπο του ρέοντος αλλά κυρίως του φευγαλέου, διαμορφώνοντας ποιητικά ισοδύναμα έτσι ώστε να καταγράψει, να απεικονίσει και ν’ αποδώσει το πλέον δύσκολο, το πιο απαιτητικό, το κορυφαίο επίτευγμα της καλλιτεχνικής πράξης: το υπεραισθητό, αυτό που στιγμιαία αισθανόμαστε και όμως μας διαφεύγει.
Το περιβάλλον των κειμένων του Παπαμόσχου δεν είναι αστικό. Εχοντας γεννηθεί στην Καστοριά στην οποία επέλεξε τελικά να ζήσει, ανασταίνει τα τοπία της περιοχής μαζί με τα ζωντανά τους διαθέτοντας εκείνη την ιδιαίτερη ματιά που έχει ασκηθεί να βιώνει βαθιά συγκίνηση μέσα στη φύση – μες στην υπόγεια σπηλιά, στη λίμνη με τις παρόχθιες ομίχλες, σ’ έναν κόσμο όπου κατοικούν άνθρωποι αλλά και πέρδικες, κοτσύφια, πετεινοί, παγώνια, αλεπούδες, λιβελούλες. Στην πλειονότητα των κειμένων, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Δεν είναι όμως το ίδιο πρόσωπο που μιλά – πότε ένας Μανώλης, άλλοτε ένας Χρίστος. Τη συλλογή ωστόσο συνέχει κοινή ατμόσφαιρα, ένα ενιαίο κλίμα, το ίδιο πνεύμα έτσι όπως προκύπτει μέσα από τη στοχαστική διάθεση, την άκρα ευαισθησία, τη δραστική έκφραση και το καλλιεργημένο βλέμμα – όχι επιδεικτικό, αλλά μετρημένο και ουσιαστικό. Το γλωσσικό όργανο κάνει παρομοιώσεις (κορμοί δέντρων υψώνονται σαν αντένες τού κάτω κόσμου μιας και δεν έχουν φύλλα)· αναγωγές (κι εκεί ψηλά, σαν ανάσας λαχάνιασμα το θρόισμα των φύλλων ακούγεται, γλώσσες μυριάδες μουρμουρίζουν το μυστικό της ζωής)· μεταφορές (τι υποδηλώνει το λάλημα του πετεινού μέσα στην ημέρα, μήπως νέες προδοσίες;). Η έκφραση καταφεύγει σε μυθολογικά σύμβολα (το κοράκι-ψυχοπομπός, το γόνιμο γλυκό ρόδι)· δημιουργεί πλαστικές εικόνες (το άσπρο φαναράκι κρεμασμένο με πετονιά απ’ τα κλαδιά μιας λεύκας)· κάνει αναφορές (Αναγνωστάκης, Μπρέχελ, ψαλμοί, Γκλεν Γκουλντ, επιτύμβιες στήλες). Ο υπαινιγμός κατέχει ιδιαίτερο ρόλο. Η δυνατότητα του Παπαμόσχου να πλάθει το απόκοσμο, να κοινωνεί με το άφατο, ν’ αγγίζει το επέκεινα, αντλείται από την ικανότητά του να υποβάλλει, να κάνει νύξεις, να υποσημαίνει καλώντας σε συμμετοχή, ενεργοποιώντας τη φαντασία και κινητοποιώντας τις αισθήσεις. Ετσι ένα απλό κωμικό πάθημα (σεβαστό ποσό θαμμένων ευρώ θα φαγωθεί από ποντίκια) μετατρέπεται στη μοιραία παγκόσμια ιστορία της διαδοχής πολιτισμών. Και το νοσοκομειακό έκθεμα μιας πεντάμηνης έκτοπης κύησης μετατρέπεται σε «δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ’ ορά».
Ας μη θεωρηθεί πως από τα κείμενα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου λείπουν οι άνθρωποι. Ανάμεσα στους αραχνοϊστούς και τις ομίχλες υπάρχει ο Πολωνός ελαιοχρωματιστής, η Αλβανή καθαρίστρια, οι ψευδοί δίδυμοι, η προϊούσης άνοιας θεία. Και πάνω απ’ όλους ο παππούς και η γιαγιά, ζωντανοί, τρυφεροί και σοφοί, αν και βαριοί στα χρόνια, λίγο πριν φύγουνε κι αφήσουν πίσω τους άμετρη νοσταλγία γι’ αυτό που μόνο η γλώσσα, η πλαστική και το αίσθημα μπορούν να φέρουν πίσω.»
kathimerini.gr
Ο Ηλίας Παπαμόσχος γράφει 23 ιστορίες, μικρές σε μέγεθος, γεμάτες συναισθήματα και εικόνες. 23 ιστορίες που διάβασα σε λίγο χρόνο και που λειτούργησαν κατά την ανάγνωση, ως φωτογραφικά στιγμιότυπα, ασπρόμαυρα και με έντονες σκιές. Κάθε μία ιστορία του βιβλίου με έκανε να νιώσω πως πρόκειται για μια φωτογραφική λήψη που μετατράπηκε σε λόγο. Και όλες οι ιστορίες μαζί διαβάζονται με την ίδια ποιητικότητα που θα χαρακτήριζε τα δάχτυλά σου ξεφυλλίζοντας ένα φωτογραφικό λεύκωμα ή που θα χαρακτήριζε μια αμιγώς ποιητική συλλογή. Καμία ιστορία δεν ολοκληρώνεται όπως θα φανταζόμουν, καμία ιστορία δεν στοχεύει στην αφήγηση κάποιου ολοκληρωμένου γεγονότος, παρά μόνο περιγράφονται στιγμιαίες εμπειρίες, συνομιλίες, συναισθήματα όπου άλλοτε πρωταγωνιστούν άνθρωποι και άλλοτε τον κεντρικό ρόλο παίρνουν στα χέρια τους τα ζώα ακόμη και μέσω της απουσίας τους.
Οι σύντομες και περιεκτικές ιστορίες του Ηλία Λ. Παπαμόσχου δεν ντύνονται με περιγραφικές εξάρσεις ούτε με βαθυστόχαστα νοήματα. Οι ιστορίες τελειώνουν εκεί που άλλοι συγγραφείς θα περίμενες να ξεκινήσουν, μα νομίζω πως εκεί ακριβώς εντοπίζεται το μεγάλο ταλέντο του συγγραφέα. Και εκεί δίνεται και το νόημα κάθε μιας ιστορίας. Πως δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω εξέλιξη για να ειπωθούν όσα ο ίδιος ο συγγραφέας θέλει.Έχουν ήδη γίνει κομμάτι της ιστορίας και εσύ, ειδικά εάν δεν είσαι εξοικειωμένος με τον τρόπο γραφής του Ηλία Παπαμόσχου, νιώθεις την ανάγκη να ανακαλύψεις με μια δεύτερη ανάγνωση.
Στο εξώφυλλο, ένα σχέδιο του Ηλία Παπαμόσχου, που με κάποιον ακατανόητο τρόπο σε εισάγει κατευθείαν στην αισθητική του ίδιου του συγγραφέα και των ιστοριών του.
debop.gr
❝[…] αποφεύγω να τη ρωτήσω για το πουλί, κι αυτή όμως δε λέει, μιλούν τα τσιγάρα μας κι όλα τα παίρνει ο καπνός, κι η σακούλα με τη στάχτη, παχύς ολόλευκος λαγός, μας παραστέκει❞ (σ. 22)
Στις περίπου 60 σελίδες του φροντισμένου (όπως μας έχει συνηθίσει η Κίχλη) βιβλίου του Ηλία Παπαμόσχου, «Η αλεπού της σκάλας», χώρεσαν 23 ιστορίες, της μιας σελίδας ως επί το πλείστον.
Σε πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για ιστορίες flash fiction (μικροδιηγήματα ή διηγήματα μπονζάι), όμως στον πυρήνα τους υπηρετούν πιστά την αφηγηματική ανάπτυξη του διηγήματος, ενώ η θεματική τους περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες του παρελθόντος χρόνου, της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και τα ζώα, της συμφιλίωσης με τη θέση μας στο χρονολόγιο της ιστορίας.
Ο Παπαμόσχος, γεννημένος το 1967 στην Καστοριά, φαίνεται να αντλεί το πρωτογενές υλικό του από την ευρύτερη περιοχή της καταγωγής του. Φαίνεται επίσης να επιχειρεί -και να κατορθώνει- μια απρόσμενη σύνθεση: την (εν πρώτοις) παραδοσιακή αφήγηση με την πυκνότητα του ποιητικού λόγου.
Κι όμως, όσο κι αν θεματικά ή κατ’ επιφάνεια τα διηγήματα του ανά χείρας βιβλίου συνομιλούν με τη διηγηματογραφική μας παράδοση, πρόκειται για ιστορίες οι οποίες ουσιαστικά μετέρχονται νεωτερικούς τρόπους για να διαμορφώσουν το καλούπι τους.
Ομοίως, όσο κι αν η γλώσσα, με τις δεξιοτεχνικές παρομοιώσεις και την ιδιαίτερη σύνταξή της, προσιδιάζει στον ποιητικό λόγο, δεν παύει να έχει τον κυματισμό του στέρεου πεζού λόγου στους αρμούς του οποίου υπαινιγμοί, παρεκβάσεις ή αναδρομές της μνήμης δίνουν μια γοητευτική πλαστικότητα.
Για ποιο πράγμα επιχειρεί να μας μιλήσει ο Παπαμόσχος; Μα για το αίνιγμα της ζωής, δίχως άλλο. Και, καθώς η απάντηση στο αίνιγμα αυτό δύσκολα προσεγγίζεται, ο συγγραφέας το «κυκλώνει» μιλώντας για τις διάφορες πτυχές του, συχνά περισσότερες της μιας ανά διήγημα: η αναμέτρηση με το βίωμα ως τρόπος για να πλαστεί η μνήμη, το κυνήγι ως μύηση στο συναίσθημα της ενοχής, η φυσική φθορά του σώματος ή του νου ως αφορμή αναστοχασμού, ο καθημερινός λαϊκός λόγος ως μοντέρνα ποίηση.
Επιπλέον, η χρήση λέξεων ή φράσεων με τρόπο αλληγορικό ή συμβολικό δημιουργεί μια απρόσμενη αφηγηματική σκηνοθεσία, η οποία σε κάθε (νέα) ανάγνωση αποκαλύπτει και μια νέα γωνία θέασης του κειμένου.
Το καθετί στα διηγήματα της συλλογής λειτουργεί υπόγεια κι αιφνιδιαστικά, η γλώσσα είναι γοητευτικά παραμυθητική αλλά καθόλου αμβλεία, το προσωπικό βίωμα γίνεται προβληματισμός που αφορά τον αναγνώστη.
Και, από τα πολλά που πετυχαίνει ο Παπαμόσχος εδώ, ίσως το πιο σημαντικό είναι η άρδευση των μύχιων ανησυχιών του σύγχρονου ανθρώπου και η απόσταξή τους σε φράσεις όπως αυτή που κλείνει το βιβλίο:
«[…] Δεκατέσσερα χρόνια εκεί, στα μαύρα ντυμένη, σαν έτοιμη να ζυμώσει χιόνι ανασκουμπωμένη, με κοιτάει ήρεμη, με τα μάτια μού λέει δεν πειράζει, δεν πειράζει, με το στόμα ψελλίζει ονόματα: κόχη, κόχη, κρυφή, χελιδονιού, κορυφινή, νεροχιονίτισσα».
efsyn.gr
Αναζητήστε το, Διαβάστε το (αν δεν το έχετε κάνει ήδη)
Σίγουρα θα αναγνωρίσετε πρόσωπα, εικόνες, ήχους, της γειτονιάς μας…
Ταξιδέψτε μέσα από την μαγική πένα του Ηλία Παπαμόσχου…
Ο Ηλίας Παπαμόσχος:
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά. Σπούδασε στο Τμήμα Γεωλογίας Πατρών και στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας το 1993. Εργάστηκε ως βιβλιοϋπάλληλος στην Αθήνα και από το 1997 επέστρεψε στη γενέτειρά του -όπου ζει μέχρι σήμερα- και ασχολήθηκε με την οικογενειακή εμπορική επιχείρηση. Έχει γράψει τις συλλογές διηγημάτων: «Καλό ταξίδι κούκλα μου…» (2004), «Του χρόνου κυνήγια» (2005), «Λειψή αριθμητική» (2009), «Ο μυς της καρδιάς» (2011) και «Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες» (2015).
Pingback: Περηφάνια και συγκίνηση στην βράβευση του Ηλία Παπαμόσχου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - AboutKastoria.gr