Καστοριά

Μια μέρα στο πανηγύρι

Ζούμε την εβδομάδα που το κέντρο του Νομού Καστοριάς – για να μην πούμε της Δυτικής Μακεδονίας- είναι το Άργος Ορεστικό.

“Πήγατε στο πανηγύρι;” Η κλασική ερώτηση μεταξύ συγγενών, φίλων & γνωστών. Στο πάρκο, έξω από τα σχολεία, μέσα στα γραφεία…παντού. Η απάντηση συνήθως συνοδεύεται από έναν μορφασμό αδιαφορίας και σνομπισμού.

-“Πήγαμε, ναι, δεν πήραμε και τίποτα μην φανταστείς! Τα ίδια και τα ίδια κάθε χρόνο. Δεν πάω καλύτερα να πάρω πυτζάμες από κατάστημα της πόλης; Ίδια τιμή έχει και καλύτερη ποιότητα. Άσε πάλι το φαΐ. Χίλιες φορές να κάτσουμε σε μια ταβέρνα. Πιο οικονομικά θα βγει και δεν θα περιμένουμε μία ώρα για άψητα σουβλάκια μες στην τσίκνα… Σκέτη ταλαιπωρία. Κι αυτές οι κούνιες, μα είναι δυνατόν 4€ η μάρκα; Μια οικογένεια θέλει ένα 20ευρω μόνο γι’ αυτό. Απαπα…εσείς πήγατε;”

Η πραγματικότητα βέβαια διαφέρει…κι αυτό που θα διαβάσετε παρακάτω είναι μια ιστορία της φαντασίας μας, με μπόλικα στοιχεία ρεαλισμού!!!

Πρωταγωνίστρια είναι η κυρία που έδωσε την απάντηση που γράψαμε πριν. Η κυρία Νίτσα. Είναι η κυρία που στην πραγματικότητα δεν ξεκολλάει από το πανηγύρι. Στο ημερολόγιό της έχει βάλει σε κόκκινο κύκλο τις ημερομηνίες του πανηγυριού από την αρχή του έτους. Ανυπομονεί να τελειώσει γρήγορα το Καλοκαίρι για να έρθει αυτή η στιγμή. Να κάνει story τους λουκουμάδες με λεζάντα “πανηγυρίζουμε”. Πού την χάνεις πού την βρίσκεις, πάνω από έναν πάγκο να ανακατεύει με δήθεν αδιαφορία. Ενώ βαριέται να περπατήσει ακόμα κι ένα χιλιόμετρο στην παραλία της Καστοριάς, ενώ η συνδρομή της στο γυμναστήριο πάει άκλαυτη κάθε χρόνο, εκείνη αντέχει να πάει στο πανηγύρι μέχρι και 2 φορές μέσα σε μία μέρα. Είναι η μοναδική εβδομάδα που το smart watch της καταγράφει σταθερά 5ψήφιο αριθμό βημάτων.

Αυτή τη μέρα με τη διπλή εμφάνισή της στους πάγκους της εμποροπανήγυρης θα περιγράψουμε τώρα:

Η κυρία Νίτσα κανόνισε να πάει σήμερα κατά τις 5 το απόγευμα με μια συνάδελφο από τη δουλειά και 2 μαμάδες από το σχολείο. Την Κίτσα, τη Λίτσα και τη Ρίτσα! Συναντιούνται όλες μαζί κάθε μέρα και στο πάρκο για να παίξουν τα παιδιά κι έτσι γνωρίζει η μία πολύ καλά την καθημερινότητα και τη ζωή της άλλης. Θα πάνε όλες μαζί με ένα αυτοκίνητο.

Βλέπονται σχεδόν κάθε μέρα, όμως σήμερα κάνουν σαν να είχαν μήνες να βρεθούν. Πόσο καιρό είχαν να νιώσουν έτσι. Σαν σχολειαρόπαιδα που πηγαίνουν εκδρομή. Σαν να ξέχασαν ως δια μαγείας τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ο σύζυγος της Ρίτσας, πρώην γουνεργάτης, είναι ακόμη στη Σαντορίνη κι έτσι έχει εκείνη το αυτοκίνητο διαθέσιμο για να πηγαίνει την παρέα κάθε μέρα στο πανηγύρι. Η Λίτσα, έκανε πρόσφατα αίτηση για εργασία σε εργοστάσιο κομπόστας στην Σκύδρα. Όμως αυτή την στιγμή ούτε που σκέφτεται την αγωνία της να την προσλάβουν και φέτος.

Ένα ρίγος τις διαπερνά, σχεδόν δακρύζουν αντικρίζοντας τον ομιχλώδη ορίζοντα, ενώ πλησιάζουν στο Άργος Ορεστικό..Ένας κόσμος μαγικός τις περιμένει. H “Disneyland” της Καστοριάς. Παρκάρουν στο πάρκινγκ του Πίτσια για σιγουριά, τι κι αν το κατάστημα ακόμα λειτουργεί. Σε 2 λεπτά περνούν την πύλη της Εμποροπανήγυρης 2025. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από πέρσι. Όλα μοιάζουν στη θέση τους. Τόσο γνώριμα, τόσο νοσταλγικά. Να ο ‘Πόντιος”, ο Μούσιος, ο Παγωτάκης, ο Μόκας, το “έλα μέσα”…τι χαρά! Ούτε στο πρόσφατο reunion συμμαθητών δεν ένιωσε έτσι η Κίτσα.

Πρέπει οπωσδήποτε να βρουν τον πάγκο από όπου πήραν πέρσι εκείνο το μπεζουλί μοκασίνι, που βγήκε τόσο αναπαυτικό τελικά για κάθε μέρα. Φέρνει παπούτσια από κλείσιμο καταστήματος αυτός, κάθε χρόνο. Πόσα κοπλιμέντα εισέπραξε η Νίτσα γι’ αυτό το υπόδημα. Το έβαλε και στον γάμο της κόρης της ξαδέρφης της. Ούτε που κατάλαβε κανείς ότι το είχε πάρει τελευταία μέρα Πανηγυριού, την ώρα που ξέστηνε τον πάγκο ο κυρ Τάκης και της το άφησε μόνο με 5€ για να μην το κουβαλάει. Τι κι αν ήταν 39 νούμερο κι εκείνη φοράει συνήθως 37, σε άνετη γραμμή. Με έναν πάτο ήταν υπέροχο.

Σήμερα κινούνται αναγνωριστικά, για να βολιδοσκοπήσουν τι υπάρχει, ως άλλοι πράκτορες σε μυστική αποστολή. Για σοβαρά ψώνια, θα έρθουν ξανά την Τρίτη το πρωί (θα πάρουν άδεια, φυσικά, από τη δουλειά) για να τα πάρουν όλα στην καλύτερη δυνατή τιμή. Ως γνωστόν, οι τιμές πέφτουν μέρα με τη μέρα και μόνο όσοι δεν γνωρίζουν την πατάνε και ψωνίζουν από την αρχή.

Ρίχνουν μια γρήγορη ματιά στον πάγκο με τα ριχτάρια για τους καναπέδες. Τα φέρνει ένας από τον Βόλο, πιστός εκθέτης στο Άργος εδώ και 12 χρόνια. Εκτός του ότι ταιριάζουν ιδανικά με το σαλόνι, δεν παθαίνουν και τίποτα στο πλυντήριο. Τρομερή ευκαιρία, μ΄όνο 8€ το ριχτάρι κι αν πάρεις 2 θα στα αφήσει 15 χωρίς παζάρεμα”. Όλες έχουν τα ίδια. Λίγο οι αποχρώσεις διαφέρουν αν τα δεις όλα μαζί. Είναι κάτι σαν το κρυφό σύμβολο-σήμα κατατεθέν της παρέας τους το συγκεκριμένο ριχτάρι.

Η Λίτσα θυμάται ακριβώς από ποιον αγόρασε πρόπερσι εκείνο το χαλάκι για τον διάδρομο με 20€ – μετά από σκληρά παζάρια- και τελικά βγήκε τόσο καλό που θα ήθελε κι ένα δεύτερο φέτος για το υπνοδωμάτιο. “Δεν λεκιάζει κορίτσια, τι να σας πω. Αφήστε που το πλένεις και στεγνώνει πανεύκολα. Τρομερό”. Λέει στις φίλες της με στόμφο. Αλλο που δεν θέλουν κι εκείνες να αποκτήσουν μια νέα ανάγκη.

“Κοιτάξτε κορίτσια, οι ανατομικές παντόφλες με τη γούνα που σας έλεγα”, φωνάζει η Ρίτσα. “Τις φοράς και σκας από την ζέστη όλο τον Χειμώνα. Τις βάζω και στη δουλειά όλη μέρα ορθοστασία τίποτα δεν καταλαβαίνω”. “Έλα καλέ να πάρουμε και σοσόνια. Τα έχει 5€ τα 12, δεν κατεβαίνει η τιμή αυτών μετά! 6 εγώ, 6 εσύ. Από 2.5€ η μία “, λέει η Κίτσα ενώ η Νίτσα διαλέγει τα πιο φανταχτερά.

Μετά από 3 ώρες αμέτρητα ανεβοκατεβάσματα στους κεντρικούς διαδρόμους και σε εκείνο το στενάκι “με τα καλά” που δεν γνωρίζουν πολλοί, ήρθε η ώρα για την απαραίτητη στάση για καφεδάκι και μπόλικο κους κους. Μια ρουφηξιά “καλούτσικο καφέ για πανηγύρι” και ανάλυση ποιους συναντήσανε μέχρι στιγμής και τι ψωνίζανε.

“Αμάν αυτή η Λούλα. Απέναντί της είναι το μαγαζί με τις πυτζάμες, από εδώ πρέπει να πάρει; Πώς θέλει μετά να την στηρίξει εκείνη η γειτονιά και να μην παίρνει ρούχα από το shein όπως γκρινιάζει; “

“Άρα η gucci τσάντα που μοστράρει τόσο καιρό η Ρία είναι από τον πάγκο που την είδαμε πριν; χαχαχαχα Και μας έλεγε την πήρε από το ταξίδι στο Μιλάνο”, αναρωτιέται η Κίτσα και η Λίτσα γελάει πονηρά ρουφώντας μια γεμάτη γουλιά του μέτριου ελληνικού της.

“Την βλέπεις της Μαρούλα; Μια βδομάδα έχει να πατήσει στο γραφείο”.

” Κορίτσια, το ένα σοσόνι είναι τρύπιο. Τώρα φταίω εγώ να του το πάω πίσω;”

“Άντε κορίτσια να φεύγουμε, έχω δεύτερο γύρο μετά. Έχει και πολλή βαβούρα εδώ, κουράστηκα. Αύριο πάλι” , μονολογεί η Νίτσα, πριν πάρουν από ένα μικρό κεσεδάκι λουκουμάδες με πραλίνα, μπουένο και τρούφα. “Έτσι για τη λιγούρα, μια φορά τον χρόνο είναι”.

Η επιστροφή ήταν πιο σιωπηρή. Οι φίλες ανανέωσαν το ραντεβού για αύριο την ίδια ώρα. Η Νίτσα άπλωσε τα ρούχα, καθάρισε τα φασολάκια και χαλάρωσε στον καναπέ -με τα περσινά ριχτάρια- για να ξεκουραστούν τα πόδια της.

Φόρεσε πιο ζεστά ρούχα γιατί το βράδυ “τσιμπάει” η υγρασία στο Άργος. Έβαλε λίγο ρουζ, διακριτικό κραγιόν σε nude απόχρωση και λίγο κονσίλερ για να μην φαίνονται οι μαύροι κύκλοι που δεν κοιμήθηκε καλά χθες βράδυ. Έκανε ένα φρεσκαρισματάκι στο φρεσκολουσμένο της μαλλί με μπόλικη λακ μήπως και καταφέρει να κρατήσει. Για τελείωμα… ένα ψιτ από το αραβικό άρωμα που παρήγγειλε με κωδικό -40% από τον ινφλουένσερ στο ίνσταγκραμ (είχε πάρει και air fryer από τον ίδιο και τον εμπιστεύτηκε ξανά). Τι κι αν γνωρίζει ότι θα μυρίζουν σαν ψητά κοτόπουλα μετά από την τσίκνα.

Έτοιμη η Νίτσα για τον δεύτερο γύρο στο πανηγύρι, αυτή τη φορά πιο επίσημα με την οικογένεια, τους κουμπάρους και καλούς φίλους. Μεγάλη παρέα μαζεύτηκαν και σήμερα, 10 ενήλικες 4 παιδιά.

Παρκάρουν όλοι μαζί στο κτήμα του κουμπάρου που μένει στο Άργος. Ευτυχία να έχεις δικό σου πάρκινγκ τέτοια μέρα. Με κλειστά μάτια μπορούν να φτάσουν στην ταβέρνα. Εκεί κάτω από το ομιχλώδες μυρωδάτο πέπλο, στη γωνία. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, πιστοί θαμώνες.

“Ο Στέφανος ο μερακλής έχει τα καλύτερα κρέατα στον Νομό. Άσε που πλένει τις σαλάτες δυο φορές. Όλα ντόπια. Ντομάτα από τον κήπο του. 20χρόνια την έχει την ταβέρνα στο χωριό και ψήνει ο ίδιος κάθε μέρα, δεν είναι τυχαίος. Να ακούτε τι σας λέω εγώ, ξέρω” λέει ο Θάνος ο κουμπάρος χτυπώντας το χέρι στο πλαστικό τραπέζι. Ο ίδιος πήρε τηλέφωνο από νωρίς να κλείσει τραπέζι σε καλό σημείο και να παραγγείλει τον πρώτο γύρο. Είναι δύσκολη ώρα και αν βρεις τραπέζι, τρία τέταρτα αναμονή τη θέλεις σίγουρα μέχρι να παραγγείλεις και να στα φέρουν.

“Βάλε 20 σουβλάκια 5 λουκάνικα, 1 κιλό πρόβειο, 4 αγγουροντομάτες με μπόλικο κρεμμυδάκι, 6 μερίδες πατάτες, 6 ρετσίνες 8 κόκα κόλες , 2 σόδες, κυρ Στέφανε και βλέπουμε…”, είπε στο τηλέφωνο. Θα είμαστε εκεί στις 9μιση.

“Βρε καλώς τα παιδιά”, αναφωνεί ο φανερά κουρασμένος σωματικά, αλλά με ενθουσιασμό μικρού παιδιού, κυρ Στέφανος κρατώντας από έναν τεράστιο δίσκο σε κάθε χέρι. Ένα σημειωματάριο μισοφαίνεται από την τσέπη του πουκάμισού του κι ένα κιτρινόμαυρο καλοξυσμένο μολύβι ισορροπεί στο δεξί του αυτί.

“Έτοιμαααα, Θανασάρα, τα καλύτερα για σένα αδερφέ….Και λίγο κοκορετσάκι από εμένα. Το έχω για λίγους κι εκλεκτούς. Λουκούμι!” λέει ο Τάκης ιδρωμένος κλείνοντας ζωηρά το μάτι στην πεινασμένη παρέα.

Ευτυχώς τα παιδιά κάνουν καλή παρέα μεταξύ τους και θα περάσουν την ώρα τους στον χώρο του λούνα παρκ.

“Να φάτε κάτι πρώτα και μετά να πάτε Μάξιμε- Σοφοκλή. Να σας βλέπω, μην απομακρυνθείτε και χαθείτε. Να προσέχετε την Μελπομένη-Παναγιώτα, είναι η πιο μικρή. Κοίτα να έχεις ανοιχτό το κινητό. Ζακέτα να βάλετε, έχει ψύχρα. Μην ανεβείτε στο “ταψί”, με γεμάτο στομάχι. Στις 4 μάρκες θα σας δώσουν μία δώρο. Μαζί να τις πάρετε να μην σας κοροϊδέψουν”, μονολογεί η Νίτσα βομβαρδίζοντας με πληροφορίες και προτροπές τα παιδιά και ιδιαίτερα τον δικό της που είναι και τόσο ανυπάκουος από τη γέννησή του προκαλώντας κύμα χαχανητών στην υπόλοιπη παρέα που την ακούει τόση ώρα. . “Ηρέμησε, κάτσε χαλάρωσε κουμπάρα, μεγάλα παιδιά είναι τώρα. Του χρόνου θα έρχονται μόνα τους.”, είπε ο κουμπάρος που άνοιγε ήδη την τρίτη ρετσίνα για την παρέα.

Η ώρα πέρασε ευχάριστα. Κάποια στιγμή, ενώ είχαν γυρίσει και τα παιδιά από το λούνα παρκ βαριεστημένα και ψιλονυσταγμένα, ο κουμπάρος έδωσε το σήμα της αναχώρησης. “Άντε έχουμε και δουλειές το πρωί. Να δω πως θα σηκωθούμε τόσο που φάγαμε και σήμερα.”

“Να πάρουμε λίγο χαλβά για τη μαμά σου Σούλη”, λέει η Νίτσα στον άντρα της στον δρόμο προς το αυτοκίνητο. Η καημένη η πεθερά της έκανε ισχίο την Άνοιξη και δεν μπορεί να περπατήσει ακόμη μεγάλες αποστάσεις. Είναι να σκάσει, γιατί το πανηγύρι είναι κάτι ιερό για εκείνη. Πηγαίνουν με τις κυρίες από τη χορωδία των ΚΑΠΗ. Παίρνουν και γλυκά από τις κυρίες της ενορίας. Κράτησε σήμερα την Σοφία – Μελίνα στο σπίτι, γιατί δεν αντέχει πολλή ώρα στο πανηγύρι χωρίς γκρίνια. “Λίγος χαλβάς θα την γλυκάνει“, σκέφτεται η Νίτσα νυσταγμένη.

Στον δρόμο του γυρισμού σχολιάζει με τον Σούλη:

-“25 € το άτομο είναι πολύ για πανηγύρι, δεν συμφωνείς; Και τι φάγαμε, δηλαδή; Από 2 σουβλάκια, μισό λουκάνικο, λίγη σαλάτα και 10 πατάτες ο καθένας. Έχουμε τίποτα σπίτι να συμπληρώσω;”, λέει ο Σούλης ενώ χασμουριέται.

Ήπιατε πολύ βρε Σούλη. Αυτά είναι ακριβά, από εκεί κερδίζει η ταβέρνα. Η τιμή στο κρέας είδες πόσο ανέβηκε. 2.5€ το σουβλάκι, πάλι καλά φέτος να λέμε. Του χρόνου θα σερβίρουν αυτά τα πλαστικά κρέατα που έχει και στο σούπερ μάρκετ. Κι αυτός ο κουμπάρος, παραήπιε πάλι κι έλεγε χαζομάρες μπροστά στα παιδιά. Παραπατούσε φεύγοντας, τον είδα εγώ, ευτυχώς δεν οδηγεί. Κοίτα μπροστά σου τώρα και να εύχεσαι να μην πέσουμε σε έλεγχο! Να δω πώς θα ξυπνήσεις για το σχολείο αύριο Μάξιμε-Σοφοκλή! “.

Την επόμενη μέρα στη δουλειά ο Σούλης μιλούσε για τα 70€ που έδωσε για κακοψημένα αλλά ποιοτικά σουβλάκια στο πανηγύρι και “φούσκωνε” όσο περιέγραφε πως στο τέλος κατέληξε να τρώει τα λαδερά φασολάκια που περίσσεψαν από το μεσημέρι.

Η Νίτσα, πάλι, νυσταγμένη, χωρίς καθόλου διάθεση για εργασία, κανόνιζε ζωηρά τη νέα εξόρμηση με τα κορίτσια με video-κλήση στην ομαδική στο viber.

“Να πάμε πιο νωρίς σήμερα να έχουμε περισσότερο χρόνο. Μετά θα γίνεται χαμός. Θα πλακώσουν και από την Αλβανία…ναααα τα λεωφορεία στα σύνορα έμαθα. Θα έρθουν και από τις Πρέσπες, ο Σύλλογος γυναικών “η Πρόοδος”. Αυτή είναι τουριστική ευκαιρία. Τέτοια φεστιβάλ πρέπει να γίνονται.

Μετά λέμε για κρίση και ότι ερημώσαμε. Να πας στο πανηγύρι να δεις τι γίνεται. 150.000 κόσμο περιμένουν φέτος. Δεν βρίσκεις να παρκάρεις…κομβόι τα αυτοκίνητα από Καστοριά. Όλοι εκεί! Στην εκδήλωση το Καλοκαίρι ήμασταν 200 άνθρωποι.

Να πάμε να ψάξουμε βρακιά κάλτσες και φόρμες για τα παιδιά. Χωρίς εκείνα βέβαια, για να έχουμε την ησυχία μας! Τι κρίμα βρε κορίτσια πέφτει τέλος του μήνα και δεν έχουμε λεφτά. 250€ δεν μου έφτασαν πέρσι, φέτος δεν βλέπω να βάζουμε λέβητα για αέριο! χαχα

Δεν μπορούσαν να σκεφτούν να το κάνουν την άλλη εβδομάδα που θα πληρωθούμε και θα έρθει και η αδερφή μου από το χωριό και η μαμά μου από τα μπάνια στην Αιδηψό με τη φίλη της την Όλγα;”

Η Βασιλική κοιτούσε από το γραφείο της κουνώντας το κεφάλι. Ετοίμαζε αναφορές για τον Νομό Καστοριάς το 2025. Με στατιστικά στοιχεία για την αγορά (έναρξη-λήξη λειτουργίας), την τοπική οικονομία, την ανεργία, τον τουρισμό, τη μετανάστευση, τους παραγωγικούς κλάδους, τον δείκτη ευτυχίας των κατοίκων βασισμένο σε πρόσφατη έρευνα. Ξεχωριστή αναφορά ετοίμασε για την συμμετοχή-ενδιαφέρον των κατοίκων για πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Προβληματισμένη, συνέχισε τη δουλειά της. Είχε να πάει 5 χρόνια στο πανηγύρι….

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο:

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *