25η Μαρτίου, Η διπλή σημασία για την θρησκεία και το έθνος μας – Χρόνια Πολλά Ελλάδα
Σήμερα 25η Μαρτίου είναι διπλή γιορτή καθώς εορτάζεται η επανάσταση του 1821 αλλά και ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Οι λόγοι που «επέβαλλαν» τον κοινό εορτασμό τους είναι διάφοροι. Και βέβαια διαφορετικά είναι και τα έθιμα της ημέρας στη λαογραφική μας παράδοση.
Η θεομητορική Εορτή του Ευαγγελισμού που περιλαμβάνεται στο δωδεκάορτο είναι η μόνη από τις πέντε μεγάλες θεομητορικές εορτές που βασίζεται στην Καινή Διαθήκη. Οι υπόλοιπες βασίζονται στην απόκρυφη γραμματεία. Πότε άρχισε να εορτάζεται ο Ευαγγελισμός δεν γνωρίζουμε. Εμφανίζεται η εορτή στη Συρία, την Μ. Ασία και την Κωνσταντινούπολη πριν το 431. Το 560 ο Ιουστιανιανός ο Α’ πρόβαλε την 25η Μαρτίου ως την κατάλληλη ημέρα για τον εορτασμό του Ευαγγελισμού.
Υπήρχαν οι έξης βασικοί λόγοι για την καθιέρωση της 25 Μαρτίου ως ημέρας εορτασμού του Ευαγγελισμού.
Η ήμερα της συλλήψεως του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Σεπτεμβρίου) συνέπιπτε με τη φθινοπωρινή ισημερία, δεδομένου ότι την ήμερα αύτη, που οι Εβραίοι εόρταζαν την εορτή του Εξιλασμού, δέχθηκε ο Ζαχαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ το μήνυμα ότι θα αποκτήσει γιό.
Επομένως, εφόσον κατά το Λκ. 1, 26 ο Ευαγγελισμός έγινε έξι μήνες αργότερα, η ημερομηνία αύτη συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία, δηλαδή στις 25 Μαρτίου, και η Γέννηση του Χριστού καθορίστηκε εννέα μήνες μετά, δηλαδή στις 25 Δεκεμβρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο.
Επί πλέον είχε επικρατήσει η άποψη ότι ο θάνατος του Χριστού συνέβη στις 25 Μαρτίου και επειδή ο Κύριος, ως τέλειος κατά πάντα άνθρωπος, «έσχεν επίγειον βίον καθοριζόμενον από ακριβή αριθμόν ετών», έπρεπε να είχε συλληφθεί την ήμερα του σταυρικού θανάτου του. Τέλος η 25 Μαρτίου πίστευαν ότι ήταν η πρώτη ήμερα του κόσμου και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είναι και η ήμερα της Γεννήσεώς του.
Η χαρμόσυνη εορτή εορτάζεται μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή, περίοδο πένθους, κατά την οποία απαγορεύεται η τέλεση εορτών και πανηγύρεων. Με τον 52ο κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου επιτράπηκε ως εξαίρεση η εορτή του Ευαγγελισμού κατά την οποία τελείται η θεία λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και όχι η λειτουργία των προηγιασμένων. Κατά την εορτή τρώνε ψάρι και στην περίπτωση ακόμη που ο Ευαγγελισμός πέσει μέσα στην Μ.Εβδομάδα (5ος Κανών Νικηφόρου του Ομολογητή).
Στην Κωνσταντινούπολη, κατά το έθιμο, την ήμερα του Ευαγγελισμού ο αυτοκράτορας με πομπή από την Αγία Σοφία πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου εν τω Φόρω και από εκεί κατέληγε στο ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, όπου γινόταν μεγαλοπρεπής εορτασμός.
Στην ελληνική λαογραφική παράδοση τα έθιμα που σχετίζονται με την εορτή του Ευαγγελισμού βασίζονται στην αντίληψη ότι με την εορτή αύτη αρχίζει η άνοιξη και επιστρέφουν τα χελιδόνια. Γι’ αυτό τα παιδιά βγάζουν από το χέρι τους τον «Μάρτη» και τον αφήνουν στα δέντρα να τον πάρουν τα χελιδόνια.
Σε πολλά μέρη υποδέχονται την 25η Μαρτίου με τραγούδια και με κωδωνισμούς επιδιώκουν να εκδιώξουν τα ερπετά, οι νοικοκυρές δεν κάνουν δουλειές στο σπίτι ή ζυμώνουν μικρές πίτες και βάζουν σε μια απ’ αυτές ένα νόμισμα, για να το βρει ο τυχερός, όπως στην Πρωτοχρονιά. Οι μελισσοτρόφοι πρωτοβγάζουν τις κυψέλες στο ύπαιθρο, οι κτηνοτρόφοι μετακινούν τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, οι Σαρακατσάνοι «αρματώνουν» τα κοπάδια τους με τα κυπροκούδουνα κ.ά.»
Ως έθιμο για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου καθιερώθηκε και ο μπακαλιάρος με σκορδαλιά. Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, η Εκκλησία επέτρεπε στους πιστούς να φάνε ψάρι μόνο δύο φορές, του Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.
Η ιστορία του μπακαλιάρου ξεκινάει με την εποχή των Βίκινγκς, όπου πρωτοεμφανίστηκε σαν εμπορικό προϊόν περί το 800 μ.Χ. Μάλιστα, λέγεται ότι κυνηγώντας βακαλάους, οι Βίκινγκς ανακάλυψαν κατά λάθος το «νέο κόσμο».
Πρώτοι τον πάστωσαν οι Βάσκοι, που ξεκίνησαν το εμπόριο του μπακαλιάρου από το Μεσαίωνα και τον ονόμασαν «ψάρι του βουνού», ενώ στη χώρα μας, ήρθε τον 15ο αιώνα και στο ελληνικό τραπέζι μπήκε κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας.
Με εξαίρεση τα νησιά, όπου υπήρχε πάντα φρέσκο ψάρι, στην υπόλοιπη Ελλάδα ο παστός μπακαλιάρος ήταν η φθηνή και εύκολη λύση.
Ιστορικά, εκείνοι που έστελναν στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες μπακαλιάρου ήταν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον αντάλλασσαν με σταφίδες.
Η επανάσταση του 21
Αν συμπυκνώναμε την νεώτερη ελληνική Ιστορία σε ένα και μόνο γεγονός αυτό θα ήταν σίγουρα η Επανάσταση του 1821.
Όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλα αξιομνημόνευτα γεγονότα, αλλά γιατί η δεκαετία του Αγώνα εμπεριέχει τόσο στιγμές μεγαλείου όσο και τραγικές στιγμές που σκιαγραφούν με τρόπο γλαφυρό την ψυχοσύνθεσή μας ως έθνους.
Aπό την έκρηξη της Επανάστασης μέχρι τον Εμφύλιο και την Ναυμαχία του Ναβαρίνου, το «Ελληνικό Ζήτημα» πέρασε από πολλές φάσεις κατά τις οποίες τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Η ιστορία της Επανάστασης βρίθει ηρωϊκών στιγμών: από τα Δερβενάκια και το Φάληρο μέχρι το Μεσολόγγι και τις σφαγές της Χίου και των Ψαρών, οι Έλληνες έδειξαν πως είναι ικανοί να υπερβούν κάθε εμπόδιο προκειμένου να πετύχουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία τους.
Από την άλλη, οι διαμάχες των στρατιωτικών με τους πολιτικούς, οι δολοπλοκίες, οι έριδες κόντεψαν να τινάξουν την Επανάσταση στον αέρα. Οι οπλαρχηγοί φυλακίστηκαν, οι πολιτικοί λοιδορήθηκαν και όλα αυτά τη στιγμή που τα στίφη του Ιμπραήμ και των Τουρκοαιγυπτίων αποβιβάζονταν σε Μωριά και Ρούμελη.
Για καλή μας τύχη οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν την τελευταία στιγμή σώζωντας στο Ναβαρίνο την Ελλάδα ανοίγοντας το δρόμο για τις Συνθήκες του Λονδίνου που επιβεβαίωσαν την ελληνική ανεξαρτησία.
Για την Επανάσταση του ’21 έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν ακόμα τόσα. Μύθοι, αλήθειες και ψέμματα την συνοδεύουν και θα τη συνοδεύουν. Πιο γνωστοί από αυτούς είναι η ευλογία των όπλων από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Τα τελευταία χρόνια οι «αναθεωρητές» της παραδοσιακής αφήγησης της Ιστορίας τονίζουν πως η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου και πως η εν λόγω ημερομηνία θεσπίστηκε εκ των υστέρων με διάταγμα.
Αναφέρεται λοιπόν στο διάταγμα: «Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής».
Πού ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός λοιπόν στις 25 Μαρτίου; Σίγουρα όχι στην Αγία Λαύρα. Άλλωστε ένα τόσο σημαντικό γεγονός ασφαλώς θα το κατέγραφε στα απομνημονεύματά του στα οποία δεν κάνει καμία αναφορά Ο λόγος; Διοτι ήταν στο Αίγιο!
Τότε πότε ξεκίνησε η Επανάσταση; Στις 22 Φεβρουάριου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα.
Ωστόσο απ’ ότι φαίνεται οι ιθύνοντες νόες πίσω από την προετοιμασία φαίνεται πως επιθυμούσαν να ταυτίσουν την εθνεγερσία με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί όχι άλλωστε; Η γιορτή βρίθει συμβολισμών που ήταν ιδανικές όχι μόνο για να τονώσουν το ηθικό των εμπολέμων. Όπως η Παναγία αποδεχόμενη την θεία οικονομία δέχεται να γεννήσει τον Χριστό, ανοίγει το δρόμο για τη σωτηρία του Ανθρώπου, έτσι και οι Έλληνες ξεκινούν τον αγώνα τους για εθνική αποκατάσταση ενάντια στους Τούρκους. Το γεγονός ότι οι αντίπαλοι είναι μουσουλμάνοι ενισχύει την ιερότητα του Αγώνα, αφού τον τοποθετεί σε ένα άξονα πάλης του Χριστιανισμού με το Ισλάμ.
Έτσι σε επιστολές του Υψηλάντη προς τον Κολοκοτρώνη το 1820, τις οποίες ο Γέρος του Μωριά αναφέρει στα απομνημονεύματά του, περιγράφεται πως «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως».
Τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η Επανάσταση ξεκίνησε δυο -τρεις μέρες νωρίτερα από την «προσδορισμένη» και γεμάτη συμβολισμούς ημέρα.
Γιατί λοιπόν μυθοποιήθηκε η Αγία Λαύρα; Η αφετηρία του μύθου ανάγεται στην περιγραφή ενός Γάλλου περιηγητή, του Φρανσουά Ποκβίλ (François Pouqueville), που έγραψε το 1824 μια «Ιστορία της ελληνικής επανάστασης». Εκεί δίνει μια ρομαντική περιγραφή της κήρυξης της Επανάστασης, η οποία συγκινούσε τους Ευρωπαίους αναγνώστες του.
Φυσικά δεν έχει σημασία αν η Επανάσταση ξεκίνησε στις 23, στις 24 ή στις 25 Μαρτίου. Οι οπλαρχηγοί έκαναν όντως τις προετοιμασίες τους με άξονα «τις ημέρες του Ευαγγελισμού». Άλλωστε εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η εμμονή στην ημερολογιακή ακρίβεια και ο χρόνος καθοριζόταν από τις μεγάλες εορτές της Εκκλησίας.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση έγινε και μάλιστα σε μια εποχή που οι διεθνείς συγκυρίες δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Το σύστημα της «Ιεράς Συμμαχίας» που επιβλήθηκε στην Ευρώπη μετά την ήττα του Ναπολέοντα ήταν ιδιαίτερα εχθρικό προς τις εθνικές επαναστάσεις καθώς αυτές θεωρούνταν πως έχουν στόχο την κοινωνική ανατροπή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι Έλληνες όταν ξεκίνησαν τον Αγώνα έσπευσαν να ενημερώσουν την Ευρώπη ότι δεν είναι «Γιακοβίνοι» ή «Καρμπονάριοι» που αποτελούσαν τα κοινωνικά κινήματα της εποχής σε Γαλλία και Ιταλία.
Χρειάστηκαν πολλοί αγώνες και θυσίες (βλ. Σφαγή της Χίου) προκειμένου να αναπτυχθεί το Ρομαντικό κίνημα του Φιλελληνισμού που οδήγησε τις κυβερνήσεις της Ευρώπης να αναγνωρίσουν τους Έλληνες ως «εμπόλεμο έθνος» και να βάλουν και αυτές «την υπογραφή τους δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος».
Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα η Ελλάδα είναι και πάλι στο διεθνές προσκήνιο. Αυτή τη φορά όχι λόγω κάποιου αγώνα αλλά λόγω της κακής οικονομικής της κατάστασης. Κι όμως έχει συγκεντρώσει και πάλι τη διεθνή συμπάθεια.
Σε πρόσφατο άρθρο του στους New York Times ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ έγραψε πως «η Ευρωπαϊκή Ενωση υποτίθεται ότι θα ένωνε μια κατακερματισμένη Ευρώπη, ότι θα ενίσχυε τις δημοκρατικές της δυνατότητες και ότι θα μεταμόρφωνε την ήπειρο σε μια ανταγωνιστική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή. Είναι ίσως ταιριαστό που ένα από τα αρχαιότερα και πιο δημοκρατικά έθνη – κράτη της Ευρώπης βρίσκεται στην καινούργια εμπροσθοφυλακή, όσων θέτουν εν αμφιβόλω όλα αυτά τα επιτεύγματα. Γιατί είμαστε όλοι μικρές δυνάμεις τώρα, και για άλλη μια φορά η Ελλάδα πολεμάει στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το μέλλον».